υπογραφέας

υπογραφέας
ο / ὑπογραφεύς, -έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν
νεοελλ.
1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα
2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα
μσν.-αρχ.
ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα
αρχ.
1. αυτός που γράφει καθ' υπαγόρευση άλλου, γραμματέας («ὑπογραφεὺς καὶ ἀναγνώστης», Πλούτ.)
2. (στην Αθήνα) ο γραμματέας τής εκκλησίας τού δήμου
3. πληρεξούσιος, άτομο εξουσιοδοτημένο να υπογράφει αντί άλλου
5. φρ. «ὑπογραφεὺς δικῶν»
πιθ. αυτός που υπέγραφε καταγγελία για λογαριασμό άλλου (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπογράφω + κατάλ. -εύς / -έας (πρβλ. αντιγραφ-έας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑπογραφέας — ὑπογραφέᾱς , ὑπογραφεύς one who writes under another s orders masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισφραγιστής — ἐπισφραγιστής, ὁ (Α) [επισφραγίζω] αυτός που βάζει τη σφραγίδα («καὶ χρησμοφύλακας καὶ ὑπογραφέας καὶ ἐπισφραγιστάς», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • υπογραφεύς — η / ὑπογραφεύς, έως, ὁ, ΜΑ βλ. υπογραφέας …   Dictionary of Greek

  • χεράριος — ὁ, Α αξιωματούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί (αντί ενός τ. *χειράριος) από το θ. χερ τής λ. χείρ (βλ. λ. χειρ) με την κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius) η οποία απαντά και σε άλλες λ. που δηλώνουν αξίωμα, επάγγελμα (πρβλ. πλακουντ άριος)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”